ΤΗΛΕΦΩΝΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΛΑΪΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ - ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ:6944412414,6747406564,6947821682,6973472404,6942638311,6983818036 ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ-ΜΕΝΕΜΕΝΗ:6947227605 ΑΝΩ ΠΟΛΗ:6948361660 Ε'ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ:6946878209 ΕΥΚΑΡΠΙΑ:6974421180 ΕΥΟΣΜΟΣ:2310776595,6977288801 ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ:2310442388,6978339896,6942228031 ΚΟΡΔΕΛΙΟ:6937269311 ΝΕΑΠΟΛΗ:2310625624,6972466504 ΠΕΥΚΑ:6973529349,6945968839 ΠΟΛΙΧΝΗ:2310608798 ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗ:6977873449 ΣΥΚΙΕΣ:2310620293,6937389891,6995361453 ΤΟΥΜΠΑ-ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ:6984201224
ΜΕΤΕΩΡΑ: 6947264179

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Λαϊκό φροντιστήριο αλληλεγγύης





Η Λαϊκή Επιτροπή Πολίχνης στο πλαίσιο των δράσεων που αναπτύσσει, ανακοινώνει ότι συνεχίζονται για 3η συνεχόμενη χρονιά τα μαθήματα αλληλεγγύης και στήριξης σε μαθητές οικογενειών που αδυνατούν οικονομικά να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος των φροντιστηρίων. Αυτή η δράση δε θα υπήρχε χωρίς την πολύτιμη και αφιλοκερδή στήριξη των εκπαιδευτικών που πραγματοποιούν τα μαθήματα.

Στο Λαϊκό Φροντιστήριο πραγματοποιούνται δωρεάν μαθήματα για όλα τα παιδιά Δημοτικού, Γυμνασίου και Λυκείου σε μια προσπάθεια ενίσχυσης και στήριξης της λαϊκής-εργατικής οικογένειας.  Τα τμήματα που λειτουργούν είναι τα εξής:

ΣΤ’ Δημοτικού

Β’ Γυμνασίου(Μαθηματικά)

Α’ Λυκείου (Μαθηματικά-Αρχαία)

Τα μαθήματα πραγματοποιούνται στο στέκι της Λαϊκής Επιτροπής Πολίχνης (Μαυρολεύκης 17) απογευματινές ώρες.

Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν για πληροφορίες και εγγραφές στα υπάρχοντα τμήματα ή δημιουργία νέων στα τηλέφωνα: 6979645940 και 6932313410.

Λαϊκή Επιτροπή Πολίχνης

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Φροντίδα της οικογένειας και του νοικοκυριού




Ευθύνη και βάρος που πέφτει στις πλάτες των γυναικών

Το βάρος που επωμίζονται οι γυναίκες στη φροντίδα των μικρών παιδιών, των ηλικιωμένων γονιών, καθώς και μελών της οικογένειας που αντιμετωπίζουν χρόνιες ασθένειες ή αναπηρίες, μαζί με το χρόνο που δαπανούν καθημερινά στις δουλειές του νοικοκυριού, βρίσκει πάντα μια θέση στη συζήτηση των αστικών επιτελείων γύρω από την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων.
Υπολογισμοί και στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν το χρόνο που αφιερώνουν άνδρες και γυναίκες στις παραπάνω δραστηριότητες, αναλύσεις που υπογραμμίζουν τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα δύο φύλα, προσπάθειες να αποτιμηθεί με όρους ποσοστών επί του ΑΕΠ η «δουλειά» στο νοικοκυριό και τη φροντίδα της οικογένειας, προτάσεις για την «αναγνώριση», την «αναδιανομή», την «ισοκατανομή» των σχετικών δραστηριοτήτων, μπορεί να βρει κανείς σε αφθονία στις σελίδες των εκδόσεων της ΕΕ και του ΟΟΣΑ καθώς και στις αναλύσεις φεμινιστικών οργανώσεων.
Κοινός τόπος στις διαφορετικές αναφορές στο φαινόμενο είναι ο χαρακτηρισμός του χρόνου που δαπανάται στο νοικοκυριό και τη φροντίδα μελών της οικογένειας ως «απλήρωτης» ή «μη αμειβόμενης» εργασίας. Η δραστηριότητα της γυναίκας για τη συντήρηση και τη φροντίδα της οικογένειας αποτελεί μη παραγωγική δραστηριότητα για την καπιταλιστική οικονομία, με την έννοια ότι περιορίζεται στην κάλυψη ορισμένων αναγκών των μελών της οικογένειας και δεν παράγει προϊόντα που προορίζονται για ανταλλαγή, δεν παράγει δηλαδή εμπορεύματα.
Ιστορικά διαμορφωμένοι οικονομικοί - κοινωνικοί παράγοντες μετέτρεψαν πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια την εργασία της γυναίκας, στην οποία αναλογούσαν οι εργασίες με επίκεντρο τη συντήρηση του κοινωνικού τότε νοικοκυριού, στη δεδομένη βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, από κοινωνική σε ατομική - οικογενειακή. Αντίστοιχα, νέες συνθήκες στην πορεία της κοινωνικής εξέλιξης, με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας, έβγαλαν τη γυναίκα από τον στενό κλοιό της «οικογενειακής εστίας», ανοίγοντας την πόρτα για τη συμμετοχή της στην κοινωνική εργασία, στη μισθωτή εργασία.
Ωστόσο, η μαζική ένταξη των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, προχώρησε κάτω από τις πιο σκληρές συνθήκες εργασίας, ενώ παραμένει η σχεδόν αποκλειστική ευθύνη της για τη φροντίδα της οικογένειας, του ατομικού νοικοκυριού.
«Αμειβόμενη» και «μη αμειβόμενη» εργασία
Στην έκθεσή της σχετικά με την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών στην ΕΕ το 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει πως το μερίδιο των γυναικών στη «μη αμειβόμενη εργασία» περιλαμβάνει περισσότερες ώρες, πιο εντατική και συστηματική ενασχόληση με τις σχετικές ευθύνες και καθήκοντα.
Διαφορές εντοπίζονται και όσον αφορά το είδος των καθηκόντων που αναλαμβάνουν. Οι γυναίκες τείνουν να εκτελούν περισσότερο καθημερινές και αυστηρά προγραμματισμένες ή και ταυτόχρονες εργασίες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όσον αφορά τις μητέρες, αλλά και τις γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους ή ανάπηρους συγγενείς.
Συγκεκριμένα, οι άνδρες υπολογίζεται ότι δαπανούν 39 ώρες κατά μέσο όρο ανά βδομάδα στην «αμειβόμενη εργασία», δηλαδή στη μισθωτή εργασία ή στην αυτοαπασχόληση. Ο αντίστοιχος χρόνος για τις γυναίκες είναι 33 ώρες τη βδομάδα, κατά μέσο όρο. Η εικόνα αντιστρέφεται όσον αφορά τη «μη αμειβόμενη εργασία», δηλαδή τη δραστηριότητα στο πλαίσιο του ατομικού νοικοκυριού και για τη φροντίδα της οικογένειας, όπου οι εργαζόμενες γυναίκες αφιερώνουν 22 ώρες, ενώ οι άνδρες λιγότερες από 10 ώρες εβδομαδιαίως.
Με ανάλογο τρόπο, η εταιρεία «McKinsey» υπολογίζει το ποσοστό της «μη αμειβόμενης εργασίας», το οποίο αναλαμβάνουν οι γυναίκες, στο 75% του συνόλου της παγκοσμίως. Οσον αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι γυναίκες αφιερώνουν διπλάσιο χρόνο σε σύγκριση με τους άνδρες στις σχετικές δραστηριότητες.
Σε γενικές γραμμές, η χαμηλότερη συμμετοχή των γυναικών στην «αμειβόμενη εργασία» παρουσιάζεται ως η μία όψη του νομίσματος, που έχει στην άλλη του πλευρά τη μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη ενασχόληση των γυναικών με τη λεγόμενη «μη αμειβόμενη εργασία». Αυτό που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση είναι να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες, διαφορετικής έντασης και έκτασης σε διαφορετικές χώρες και διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας, που συνεπάγεται η δέσμευση των γυναικών στο πλαίσιο των οικογενειακών ευθυνών.
Με περισσότερο ή λιγότερο ξεκάθαρο τρόπο, οι σχετικές αναλύσεις και προβληματισμοί αναφέρονται στην ανάγκη να αντικαθίσταται η δουλειά που γίνεται εκτός της αγοράς εργασίας με εργασία που γίνεται μέσα στο πλαίσιό της, ως μισθωτή εργασία. Για παράδειγμα, η φροντίδα ενός ατόμου που αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό χρόνιο πρόβλημα υγείας, αντί να γίνεται από τα άλλα μέλη της οικογένειας και κυρίως τις γυναίκες, μπορεί να γίνεται από επιχειρήσεις που παρέχουν ανάλογες υπηρεσίες.
Μάλιστα, ο αντίκτυπος μιας τέτοιας αντικατάστασης και μετατροπής παρουσιάζεται διπλός: Από τη μία, αποδεσμεύει γυναικείο εργατικό δυναμικό προκειμένου να διοχετευθεί στην «αγορά εργασίας». Από την άλλη, διευκολύνει την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων σε τομείς της κοινωνικής ζωής, που πριν δεν είχαν οικονομική σημασία για το κεφάλαιο, ως ένα ακόμα πεδίο για τη «δραστηριοποίηση» επιχειρήσεων.
Οι παραπάνω στόχοι επενδύονται ενίοτε και με φεμινιστικά επιχειρήματα και αναλύσεις. Είναι χαρακτηριστική η έκδοση του Ευρωπαϊκού Λόμπι Γυναικών για τη λεγόμενη «μοβ οικονομία», στην οποία παρουσιάζεται το «όραμα» ενός οικονομικού μοντέλου που θα έχει ως ραχοκοκαλιά του τις υπηρεσίες «φροντίδας». «Η επένδυση στη φροντίδα αποτελεί μέρος ενός μακροπρόθεσμου προτύπου βιώσιμης ανάπτυξης», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συγγραφείς της έκδοσης, ενώ επιχειρηματολογούν πως ο τομέας της φροντίδας συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κλάδους με τις μεγαλύτερες δυνατότητες για δημιουργία θέσεων εργασίας.
Ωστόσο, οι πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η «μοβ οικονομία» είναι θεμελιωμένοι στο έδαφος των αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνεται η παροχή «κινήτρων» για επενδύσεις στους σχετικούς τομείς, οι οποίες θα παρέχουν «οικονομικά προσιτές» υπηρεσίες, αλλά και η «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις με το πρόσχημα της καλύτερης ισορροπίας ανάμεσα στις υποχρεώσεις της εργασίας και της οικογένειας.
Διεύρυνση της «αγοράς» ή ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών;
Μια σειρά από υπηρεσίες και υποδομές για τη στήριξη της οικογένειας ήδη προσφέρονται σήμερα από την καπιταλιστική αγορά, σε όποια και όποιον μπορεί να πληρώσει για να τις αποκτήσει, σε ποιότητα ασφαλώς που συναρτάται με το ύψος του αντιτίμου που μπορεί να καταβάλει.
Παιδικοί και βρεφικοί σταθμοί, κέντρα που απευθύνονται σε ηλικιωμένους που δυσκολεύονται να αυτοεξυπηρετηθούν, υπηρεσίες για άτομα με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες, λειτουργούν ως επιχειρήσεις, δίπλα στο ανταποδοτικό, τις περισσότερες φορές, ανεπαρκές από άποψη ποιότητας και ποσότητας, έως ανύπαρκτο κρατικό δίκτυο ανάλογων υπηρεσιών. Ο εμπορευματικός χαρακτήρας αυτών των υποδομών και υπηρεσιών τις κάνει απαγορευτικές για τη μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών, ενώ ενισχύει την αντίληψη που κυριαρχεί στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, ότι η ολόπλευρη στήριξη της οικογένειας αποτελεί αποκλειστικά ατομική - οικογενειακή ευθύνη.
Την ίδια στιγμή, η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας δεν συνοδεύεται από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου για κάθε μισθωτό και μισθωτή, αλλά από την ένταση της εκμετάλλευσης, την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τα διαρκώς σχετικά υψηλά επίπεδα ανεργίας, την έλλειψη ελεύθερου χρόνου για την εργαζόμενη γυναίκα, παρά τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα στον οικιακό εξοπλισμό, που μειώνουν και το χρόνο και το βάρος της σχετικής δραστηριότητας.
Τα παραπάνω προβλήματα και αδιέξοδα έχουν τη ρίζα τους στον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής με κριτήριο το μέγιστο καπιταλιστικό κέρδος. Η λύση τους βρίσκεται στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. Τα γρήγορα και εντυπωσιακά βήματα που κατέγραψε στην κατεύθυνση αυτή η σοσιαλιστική οικοδόμηση έναν αιώνα πριν, είναι ενδεικτικά για τις δυνατότητες των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην ικανοποίηση σε ανώτερο επίπεδο των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών, στην απελευθέρωση χρόνου για την ισότιμη συμμετοχή της γυναίκας στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα.




Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

«Ολίγον έγκυος»…




«Ολίγον έγκυος»…
Της Κάλι Καρά
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), σε πρόσφατη απόφασή του, που αφορά απόλυση εργαζόμενης εγκύου από την ισπανική επιχείρηση «Bankia» το 2013, στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, έκρινε ότι η απόλυσή της είναι «νόμιμη» παρά το ότι ήταν έγκυος. Αυτή η απόφαση πάρθηκε με το σκεπτικό ότι επιτρέπεται η απόλυση εγκύου εργαζόμενης, αφού ο εμφανιζόμενος λόγος της απόλυσης δεν είναι η εγκυμοσύνη.
Πιο συγκεκριμένα, η απόφαση προβλέπει ότι, στην περίπτωση της απόλυσης, ο εργοδότης οφείλει να γνωστοποιήσει στην έγκυο εργαζόμενη τους λόγους που δικαιολογούν την απόλυση, καθώς και τα αντικειμενικά κριτήρια που καθορίστηκαν για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν. Ανάβει το «πράσινο φως» για την καταστρατήγηση της όποιας προστασίας της μητρότητας από την απόλυση.
Ισχυρίζονται ότι οι λόγοι της απόλυσης δεν σχετίζονται με την κατάσταση εγκυμοσύνης της εργαζόμενης... Άρα δεν καταπατούν τα δικαιώματα προστασίας της, επειδή είναι ... «ολίγον έγκυος»!
Η αναπαραγωγική διαδικασία, η μητρότητα, που είναι μια κορυφαία διαδικασία της φύσης, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία. Στον καπιταλισμό, η μητρότητα αντιμετωπίζεται ως «κόστος», που αντιστρατεύεται την ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων. Βρίσκεται στο στόχαστρο της αντιλαϊκής ταξικής πολιτική.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η προσπάθεια της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, που γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα.
Για πρώτη φορά το 1917, με την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ισοτιμία των δύο φύλων, με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής από την εργατική εξουσία. Στο Α' Διάταγμα που υπογράφει ο Λένιν, καθιερώνεται ο πολιτικός γάμος και αποκτούν ίσα δικαιώματα άνδρες και γυναίκες στο γάμο και την οικογένεια. Απαγορεύεται η νυχτερινή εργασία των γυναικών στη βιομηχανία. Η εργατική νομοθεσία προέβλεπε την εξασφάλιση της εργασίας των εγκύων, απαλλαγή από βαριές και ανθυγιεινές δουλειές, υπερωρίες και νυχτερινή εργασία. Παρείχε άδειες με αποδοχές για την εγκυμοσύνη, τον τοκετό και το θηλασμό και άλλα πολλά. Στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, η προστασία της μητρότητας είχε κοινωνικό χαρακτήρα και τη στήριξη του κράτους.
Κάτω από τους αγώνες του εργατικού και λαϊκού κινήματος, τις κατακτήσεις στις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και τις ανάγκες του καπιταλισμού, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, υπήρξαν ορισμένες κατακτήσεις σε δικαιώματα και σε καπιταλιστικά κράτη. Επιβεβαιώθηκε στην πράξη ότι είχαν προσωρινό χαρακτήρα. Η στήριξη της μητρότητας, όπως ήταν αναμενόμενο, ποτέ δεν ήταν εξασφαλισμένη για τις εργαζόμενες και άνεργες γυναίκες στη χώρα μας και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια, με την επίδραση και των ανατροπών στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, οι αστικές κυβερνήσεις, με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, προχώρησαν σε σοβαρότατες αναδιαρθρώσεις σε πολλούς τομείς, που «στοχεύουν κατάκαρδα» τη μητρότητα. Αναδιαρθρώσεις που έτρεξαν πιο γρήγορα στη χώρα μας, μετά την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Η αύξηση της ανεργίας, η ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, η αύξηση της μερικής απασχόλησης, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας, η κατάργηση των ΒΑΕ σε δεκάδες κλάδους και χώρους που εργάζονται γυναίκες, οι ανατροπές στο ασφαλιστικό, η μείωση των παροχών, των επιδομάτων του ΕΟΠΥΥ, όπως το επίδομα τοκετού, που πλέον το παίρνουν όσες γεννούν στο σπίτι τους, είναι ο βαρύς απολογισμός για τις γυναίκες του καθημερινού μόχθου! Όλα αυτά και άλλα πολλά επιδρούν αρνητικά στην κοινωνική δυνατότητα του ζευγαριού να κάνει παιδιά.
Γι' αυτό και η υπογονιμότητα είναι ο άμεσος αντίκτυπος αυτής της επίθεσης, σε ολόκληρη την ΕΕ.
Στη χώρα μας, έχει φτάσει στο πιο υψηλό της σημείο με δείκτη γονιμότητας κάτω από το 1,3, πράγμα που σημαίνει ότι οι θάνατοι είναι πολύ περισσότεροι από τις γεννήσεις. Το μέγεθος του προβλήματος μπορεί να εκτιμηθεί, αν υπολογίσουμε ότι η ισορροπία γεννήσεων και θανάτων εκφράζεται με δείκτη γονιμότητας 2,3. Δηλαδή, ότι σε κάθε γυναίκα αναλογούν τουλάχιστον 2,3 γεννήσεις.
Οι φωνασκίες της ΕΕ και το ενδιαφέρον της για το «συνδυασμό επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των γυναικών» μόνο σαν ανέκδοτο φαντάζει.
Ο συνδυασμός της μητρότητας και της εργασίας μπορεί να γίνει πράξη, μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου η προστασία της μητρότητας και η στήριξη της λαϊκής οικογένειας δεν θα λογίζονται ως κόστος που περιορίζει τα κέρδη. Σε μια κοινωνία, στην οποία η εργασία των γυναικών δεν θα αποτελεί το καύσιμο για την κερδοφορία του κεφαλαίου, αλλά η συμμετοχή τους στην κοινωνική παραγωγή θα γίνεται με σύγχρονα εργασιακά δικαιώματα, χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας και η αύξηση του κοινωνικού πλούτου θα μεταφράζεται σε βελτίωση της ζωής των ίδιων των γυναικών και των οικογενειών τους.
Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν και οι γυναίκες της εργατικής, λαϊκής οικογένειας αποφασίσουν με τον οργανωμένο αγώνα τους να βάλουν πλώρη να αποτινάξουν τις βδέλλες που απομυζούν τον ιδρώτα τους.